θολερότητα

θολερότητα
η (Α θολερότης) [θολερός]
η ιδιότητα τού θολερού, θολότητα, σκοτεινάδα, σχετική σκιερότητα, ημιδιαφάνεια
νεοελλ.
φρ. α) «θολερότητα τού κερατοειδούς» — απώλεια της διαφάνειας μιας περιοχής τού κερατοειδούς χιτώνα τού οφθαλμού
β) «θολερότητα τού πνεύμονα» — η σκιερότητα τού πνεύμονα η οποία διακρίνεται στην ακτινογραφία όταν υπάρχει φυματίωση.
————————
η [θαλερός]
ζωηρότητα, ευεξία, ανθηρότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θολερότητα — η μερική θολούρα, θαμπάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακμαιότητα — η [ακμαίος] ανθηρότητα, ζωηρότητα, θολερότητα, ακμή …   Dictionary of Greek

  • ζωθάλμιος — ζωθάλμιος, ον (Α) αυτός που παρέχει τη θολερότητα, την ακμή, τη λαμπρότητα τής ζωής («ἄλλοτε δ ἄλλον ἐποπτεύει χάρις ζωθάλμιος ἁδυμελεῑ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + θαλμιος (< *θαλμός < θάλλω), πρβλ. βιο θάλμιος, πολυ θάλμιος] …   Dictionary of Greek

  • θολερός — ή, ό (ΑΜ θολερός, ά, όν) [θολός] νεοελλ. 1. θολός, ημιδιαφανής, θαμπός 2. σκιερός 3. (εντομ.) το θηλ. ως ουσ. η θολερά γένος λεπιδόπτερων εντόμων αρχ. 1. (για υγρά και για ταραγμένο νερό) α) λασπώδης, βορβορώδης, ταραγμένος β) σκοτεινός,… …   Dictionary of Greek

  • καταρράκτης — I (Γεωλ.). Πτώση, μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης, της υδάτινης μάζας ενός ποταμού ή χειμάρρου στα σημεία εκείνα της διαδρομής του όπου υπάρχει αισθητά απότομη υψομετρική διαφορά στην κοίτη. Ο σχηματισμός ενός κ. οφείλεται σε πολλαπλές αιτίες.… …   Dictionary of Greek

  • μικρόβιο — Μονοκύτταρος μικροοργανισμός ο οποίος ανήκει κυρίως στο φυτικό βασίλειο. Αναφέρεται και με τους όρους βακτηρίδιο, βάκιλλος ή σχιζομύκητας. Είχε μείνει άγνωστο, εξαιτίας του μικρού μεγέθους του, ώσπου η χρήση του μικροσκοπίου επέτρεψε την… …   Dictionary of Greek

  • νεφέλιο(ν) — το (Α νεφέλιον) υποκορ. 1. μικρό σύννεφο, συννεφάκι 2. αιωρούμενο ίζημα τών ούρων 3. ιατρ. ελαφρά θολερότητα τού κερατοειδούς τού οφθαλμού που οφείλεται σε λεπτή ουλή νεοελλ. 1. χημικό στοιχείο, ανύπαρκτο στη Γη, τού οποίου η ύπαρξη στο διάστημα… …   Dictionary of Greek

  • νεφελώδης — ες (Α νεφελώδης, ῶδες) [νεφέλη] 1. γεμάτος με σύννεφα, νεφοσκεπής, συννεφιασμένος («νεφελώδης ουρανός») 2. όμοιος με σύννεφο («νεφελώδης κονιορτός») νεοελλ. μτφ. αόριστος, ασαφής, ακαθόριστος, συγκεχυμένος, θολός («ο λόγος του ήταν νεφελώδης»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”